παχύρρευστος

παχύρρευστος
-η, -ο
(για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ-* + -ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό-ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παχύρρευστος — η, ο αυτός που έχει πυκνή ροή, ο πυκνός (επί υγρών) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • ημίρρευστος — η, ο σχεδόν ρευστός, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

  • μελάτος — η, ο [μέλι] 1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι») 3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι 4. φρ. «αβγό μελάτο» αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι… …   Dictionary of Greek

  • μελιτώδης — ες (ΑM μελιτώδης, ῶδες) [μέλι] αυτός που μοιάζει με το μέλι ως προς τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση, μελιτόχρους, μελιχρός, μελάτος μσν. παχύρρευστος σαν το μέλι αρχ. (το ουδ. ως κύριο όν.) Μελιτῶδες προσωνυμία τής Περσεφόνης, επειδή οι ιέρειές… …   Dictionary of Greek

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”